- επαναπατρίζω
- φέρνω πίσω στην πατρίδα άτομα που είχαν απομακρυνθεί από εκεί βίαια ή με τη θέλησή τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαναπατρίζω — επαναπατρίζω, επαναπάτρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαναπατρίζω — επαναπάτρισα, επαναπατρίστηκα, επαναπατρισμένος, μτβ., φέρνω πίσω στην πατρίδα και εγκαθιστώ άτομα που με τη θέλησή τους εκπατρίστηκαν ή βίαια απομακρύνθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)